ὁρκωμοσίας

ὁρκωμοσίας
клятвы
клятвой

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ὁρκωμοσίας" в других словарях:

  • ὁρκωμοσίας — ὁρκωμοσίᾱς , ὁρκωμοσία swearing fem acc pl ὁρκωμοσίᾱς , ὁρκωμοσία swearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκωμοτικός — ὁρκωμοτικός, ή, όν (ΑΜ) [ορκωμότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο ή στην ορκωμοσία, ή αυτός που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τής ορκωμοσίας μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρκωμοτικόν έγγραφο το οποίο επιβεβαιώνει όρκο που δόθηκε. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • οίτος — οἶτος, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. πεπρωμένο, συμφορά, θάνατος («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.) 2. τύχη, μοίρα.. [ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. οἶτος. Κατά μία άποψη, η λ. θεωρείται παράγωγο τού εἶμι… …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… …   Dictionary of Greek

  • Λίχτενσταϊν — Ανεξάρτητο κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α και Β με την Αυστρία και στα Δ και Ν με την Ελβετία.Yποχρεωτικό πέρασμα ανάμεσα στην Aυστρία και στην Eλβετία κατά τους προηγούμενους αιώνες, το Λ. οφείλει την ονομασία του στη φεουδαρχική… …   Dictionary of Greek

  • Μίντοφ, Ντομ — (Dom Mintoff, Κοσπίκουα 1916 –). Μαλτέζος πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1955 58 και 1971 1984). Σπούδασε αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός στο πανεπιστήμιο της Μάλτας και το 1941 έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στις θετικές επιστήμες και στη… …   Dictionary of Greek

  • τελετή — η 1. ιεροτελεστία: Τελετή του γάμου. 2. επίσημος θρησκευτικός, πολιτικός ή στρατιωτικός εορτασμός: Η τελετή της ορκωμοσίας των υπουργών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»